μυριοανθισμένος

μυριοανθισμένος
(Μ μυρι[ο]ανθισμένος, -η, -ον)
1. αυτός που έβγαλε πολλά άνθη
2. γεμάτος λουλούδια
3. (για οίνο) αυτός που μυρίζει σαν ανθισμένο λουλούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρί(ο)-* + ἀνθισμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”